Ίσως θα ήταν καίριο το ερώτημα, τι κάνει τους ανθρώπους να διαλέγουν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο για να ζήσουν μαζί του την υπόλοιπη ζωή τους, όπως τουλάχιστον έτσι
ελπίζουν στην αρχή.
Πως γεννάται η επιθυμία για τον άλλον και γιατί αυτή η επιθυμία είναι σε θέση να καθορίσει την πορεία και την εξέλιξη του ανθρώπου;
Στο πέρασμα των αιώνων πολλά έχουν γραφτεί, ειπωθεί αλλά και διαμοιφθεί για ένα τόσο μεγάλο ζήτημα όπως είναι ο έρωτας.
Με τις γνώσεις που μας έχει παράσχει η ψυχανάλυση μέχρι σήμερα ο έρωτας φαίνεται να είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης ενός πλήθους συνειδητών και ασυνείδητων παραγόντων οι οποίοι εξυπηρετούν έντονες ναρκισσιστικές μας ανάγκες.
Ως προς την αναζήτηση συντρόφου συνειδητές ανάγκες εννούμε, την σεξουαλική ικανοποίηση, την συντροφικότητα, την δημιουργία οικογένειας, την κοινωνικο-οικονομική ανέλιξη και σταθερότητα, ή άλλες ικανοποιήσεις που αφορούν σε γνωστές σε μας ανάγκες.
Οι ασυνείδητες ανάγκες μας έχουν να κάνουν με το σύστημα αναγκών όπως διαμορφώθηκε, ικανοποιήθηκε ή ματαιώθηκε στις σχέσεις μας με τους γονείς μας κατά την πρώιμη παιδική μας ηλικία. Μέσα λοιπόν από τη συντροφική σχέση προσπαθούμε να ξαναζήσουμε τις ικανοποιήσεις που πήραμε ή τις ματαιώσεις που δεχτήκαμε τότε με την ασυνείδητη ελπίδα ότι με τον καινούριο σύντροφο θα τις μετατρέψουμε σε ικανοποίηση. Η επιλογή δηλαδή του συντρόφου έχει και έναν ασυνείδητο θεραπευτικό χαρακτήρα. Τον επιλέγουμε είτε ως θεραπευτή και αρωγό στην επανόρθωση των πρώτων μας τραυματικών εμπειριών είτε ως συνεχιστή εκείνου του τρόπου ικανοποίησης που απολαμβάναμε στην πρώιμη παιδική μας ηλικία.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αρχική επιλογή στηρίζεται στο ότι ο άλλος είναι ικανός και ασυνείδητα πρόθυμος να παίξει έναν τέτοιο ρόλο που να ικανοποιεί τις εσωτερικές μας ανάγκες, τις οποίες προβάλλουμε επάνω του.
Ο Kernberg αναφέρει ότι η εμπειρία του έρωτα που βιώνεται από ένα πρόσωπο καθρεφτίζει τις αναπτυξιακές περιπέτειες των ενδοψυχικών του σχέσεων με τους γονείς του όταν ήταν παιδί περιγράφοντας ταυτόχρονα τα διάφορα εξελικτικά του στάδια της συναισθηματικής του ανάπτυξης και ως εκ τούτου την ικανότητα για δημιουργία ώριμων και αμοιβαία ικανοποιητικών σχέσεων.
Μία άλλη σχετική υπόθεση είναι ότι υπάρχει η τάση να επιλέγουμε σύντροφο που βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο ωρίμανσης και ψυχικής διαφοροποίησης με εμάς. Έτσι το ζεύγος έχει στο βάθος τα ίδια προβλήματα στην ψυχική του δομή και η ελπίδα ασυνείδητης αλληλο-κατανόησης και αλληλο-ικανοποίησης είναι παρόμοιες. Όταν ένα τέτοιο ζεύγος συνιστούν δύο ''ανώριμοi'' σύντροφοι εμφανίζονται πολλά προβλήματα στη σχέση γιατί ο καθένας θέλει απλώς να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες εκδηλώνοντας αδυναμία και απροθυμία, ώντας ανίκανος ταυτόχρονα, να παίξει τον συγκεκριμένο μητρικό ( επανορθωτικό ) ρόλο που του ζητάει ο άλλος και που ο ίδιος έχει πρώτα ανάγκη.
Πολύ συνηθέστερη φαίνεται να είναι η αντιθετική επιλογή (Bowen). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή οι άνθρωποι τείνουν να επιλέγουν ως συζυγικούς συντρόφους άτομα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο συναισθηματικής ωριμότητας τα οποία όμως έχουν υιοθετήσει αντίθετους τρόπους στάσης, αντίδρασης και εν γένει συμπεριφοράς (π.χ. ένα κυριαρχικό άτομο επιλέγει ένα άλλο εύκολα υποτασσόμενο άτομο) . Δημιουργείται έτσι μία συμπληρωματικότητα αναγκών η οποία και αυτή μπορεί να οδηγήσει σε έντονα προβλήματα.
Αυτή η συμπληρωματικότητα αναγκών αφορά κυρίως ασυνείδητες ανικανοποίητες ανάγκες της παιδικής ηλικίας, που ελπίζεται ότι με τον γάμο θα ικανοποιηθούν. Οι ανάγκες αυτές μπορεί να διαφέρουν ως προς το είδος, το περιεχόμενο ή την ένταση μεταξύ των δύο συζύγων. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο σύντροφος που επιλέγουμε γίνεται το υποκατάστατο για κάποιο ανικανοποίητο μέχρι τώρα κομμάτι του ιδανικού εαυτού μας. Τα άτομα προβάλλουν ορισμένα χαρακτηριστικά του ιδεώδους του Εγώ στον άλλο, ο οποίος έτσι φαίνεται ότι τα κατέχει και ότι είναι ικανός να εκπληρώσει και να ικανοποιήσει τις αντίστοιχες ανάγκες. Έτσι τα προβαλλόμενα χαρακτηριστικά γίνονται αντιληπτά σαν αντικειμενικές ιδιότητες του αντικειμένου του έρωτά μας.
Αναμφίβολα καταλαβαίνουμε λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο υπεισέρχονται και δημιουργούνται οι συγκρούσεις, όταν αυτές οι ανάγκες δεν ικανοποιηθούν ή ικανοποιηθούν σε μικρότερο βαθμό και με διαφορετικό τρόπο από τον επιθυμητό και αναμενόμενο.
Στα πιο ομαλά και ώριμα ζευγάρια, το κύριο χαρακτηριστικό των αναγκών τους είναι η ομοιότητα παρά η αντιθετικότητα. Τα ζευγάρια αυτά επιλέγουν το σύντροφό τους μέσω μιάς ανακλητικής επιλογής η οποία έχει τη ρίζα της στο παρελθόν όπου ο γονιός ικανοποιούσε και εκπλήρωνε ανάγκες και επιθυμίες στην παιδική ηλικία με παρόμοιο τρόπο.
Στα νευρωσικά ζευγάρια επιλέγεται ένας σύντροφος ο οποίος υποτίθεται είτε ότι έχει τις ιδιότητες τις οποίες αυτοί δεν έχουν αλλά θα ήθελαν να έχουν (ναρκισσιστική επιλογή), είτε ότι έχουν την δυνατότητα να ικανοποιούν και να εκπληρώνουν ανάγκες με τον απόλυτα επιθυμητό τρόπο. Τα άτομα αυτά μπορεί επίσης να έλκονται μεταξύ τους και λόγω των παρόμοιων αποτυχιών στην ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη τότε που τίθονταν τα θεμέλια στον ψυχισμό τους, στην πρώιμη παιδική τους ηλικία. Συνεπώς τα κριτήρια που προκάλεσαν αυτήν την επιλογή μπορεί να είναι τα ίδια που στη συνέχεια θα προκαλέσουν τα προβλήματα και τις συγκρούσεις στη σχέση. Αυτό συμβαίνει με το πέρασμα από την εξιδανίκευση του συντρόφου στην απογοήτευση γι'αυτόν, όταν μπορέσουν κάποια στιγμή να διακρίνουν την πραγματικότητα. Η ματαίωση των αναγκών σ'ένα τέτοιο γάμο επαναδραστηριοποιεί τις αντίστοιχες ματαιώσεις της παιδικής ηλικίας, γι'αυτό οι αντιδράσεις είναι υπερβολικά έντονες, συχνά για μικρές αφορμές.
Τα άτομα στα πιο ώριμα ζευγάρια επειδή έχουν ενδοβάλλει ικανοποιητικά τα γονεικά πρότυπα, έχουν αποχωριστεί από τους γονείς τους και έχουν σχηματίσει επαρκώς την ταυτότητά τους ως ανεξάρτητα άτομα δεν περιμένουν να ''γεμίσουν'' ο ένας από τον άλλο, αλλά μοιράζονται τα σωματικά και ψυχολογικά τους αγαθά.