Τραυματικές Εμπειρίες

Το Τραύμα γενικά κατανοείται ως μια υπερβολική ποσότητα εσωτερικών ή εξωτερικών ερεθισμάτων τα οποία διαρρηγνύοντας το προστατευτικό σύστημα του ψυχισμού

προκαλούν δυσάρεστες διεγέρσεις (αισθήσεις και συναισθήματα) οι οποίες πλημμυρίζουν τον ψυχισμό ή και το σώμα  (Freud, A.Green, Botella).

Είναι ένα βίωμα που προκύπτει από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες και το οποίο προκαλεί διαταραχή της ισορροπίας και της ομοιοστασίας του ψυχισμού με συνακόλουθη αδυναμία του εαυτού να το διεργαστεί. Μετά το iτραύμα και την ρήξη ή την αποδιοργάνωση που αυτό επιφέρει, ο ψυχισμός δεν θα είναι ποτέ όπως πριν. Θα αποκατασταθεί τώρα μια νέα ισορροπία και μια νέα λειτουργικότητα στην οποία όμως το τραύμα θα έχει την δική του θέση.

Το μέγεθος του τραύματος που θα προκύψει από τα τραυματογόνα ερεθίσματα εξαρτάται από την διαμορφωμένη εσωτερική πραγματικότητα και τις αμυντικές δυνατότητες του υποκειμένου. Αναφερόμαστε ουσιαστικά στο επίπεδο και την ποιότητα των ψυχολογικών αμυνών του υποκειμένου.

Οι ψυχολογικές άμυνες συνιστούν την ψυχολογική προστασία του υποκειμένου ώστε να μην διαταρράσεται η ομοιοστασία και η ισορροπία του ψυχισμού του.  Όσο πιο ανεπτυγμένες και καλά εγκαταστημένες είναι αυτές στον ψυχισμό τόσο μεγαλύτερη είναι η αντοχή, η προστασία αλλά και η δυνατότητα επεξεργασίας του τραύματος από το υποκείμενο.   Η διαμόρφωση και η ποιότητα των ψυχολογικών αμυνών είναι ανάλογη της συνολικής ωρίμανσης του υποκειμένου. Ωστε όσο μεγαλύτερη είναι η ωρίμανση του υποκειμένου τόσο καλύτερα διαμορφωμένες είναι και οι ψυχολογικές άμυνες του υποκειμένου.

Kατ'  αυτόν τον τρόπο κατανοούμε ότι η πιο ευάλωτη ηλικία λόγω της ελλειπούς διαμόρφωσης των ψυχολογικών αμυνών και ως εκ τούτου της αδυνατότητας της αντιμετώπισης του τραύματος είναι η βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία.

Στην πρώιμη παιδική ηλικία λόγω της διαδικασίας ωρίμανσης που υφίσταται στο παιδί, παράλληλα με την διαμόρφωση της εσωτερικής πραγματικότητας και της ομοιόστασης στον ψυχισμό, διαμορφώνεται και η γενικότερη δομή του ψυχισμού του.

Ως εκ τούτου ένα τραύμα στην  ηλικία  αυτή θα δημιουργήσει μια τραυματική περιοχή, ένα ρήγμα στα θεμέλια του ψυχισμού το οποίο εύκολα θα ενεργοποιείται και θα προκαλεί συναισθηματικές δονήσεις με ασήμαντες πολλές φορές αιτιάσεις.

Ώστε όταν μιλάμε για τραύμα στις μετέπειτα ηλικίες ουσιαστικά εννοούμε την - Αναβίωση - τραυματικών εμπειριών οι οποίες συνέβησαν στην πρώιμη παιδική ηλικία τότε που ενδεχομένως δεν μπορούσαν να εκδηλωθούν αλλά και να επεξεργαστούν από το ίδιο το παιδί ή το περιβάλλον του (Τσανίρα 2008).

Ώστε όσο οι τραυματισμοί στην πρώιμη παιδική ηλικία παραμένουν ανεπεξέργαστοι, αυτοί ώντας στην περιοχή του ασυνειδήτου συνεχίζουν να ακολουθούν το άτομο καθορίζοντας σε σημαντικό βαθμό την μετέπειτα εξέλιξη και τη  ζωή του ατόμου.

Ασφαλώς τραύματα συμβαίνουν την διαδρομή ενός ατόμου, συχνά μάλιστα αρκετά σοβαρά για το ίδιο το άτομο, που η ψυχική του λειτουργία δοκιμάζεται και προκαλείται εκ νέου.

Η μήτρα όμως το καλούπι της τραυματικής εμπειρίας και της δυνατότητας ψυχικής επιβίωσης, φαίνεται να είναι η πρώιμη παιδική ηλικία.

 

Οι Tραυματικές Eμπειρίες στη βρεφική ηλικία ή την πρώιμη παιδική ηλικία συμβαίνουν όταν το παιδί εκτίθεται σε παρατεταμένα, επίπονα και υψηλής έντασης ερεθίσματα, έναντι των οποίων λόγω έλλειψης ωρίμων μηχανισμών προσαρμογής και άμυνας, δεν είναι σε θέση να τα διεργαστεί.

Ειδικά στο βρέφος το ψυχικό τραύμα είναι συχνά απόρροια της παρατεταμένης έκθεσής του σε συνθήκες  Στέρησης της μητρικής φροντίδας.  Στην ηλικία αυτή μια τέτοια στέρηση εκλαμβάνεται ως   Απειλητική για την ίδια την ύπαρξή του βρέφους.

Ως στέρηση της μητρικής φροντίδας και προστασίας εκλαμβάνονται η μη ικανοποίηση των συναισθηματικών και βιολογικών αναγκών του βρέφους.  Όπως για παράδειγμα η παρατεταμένη απουσία του προσώπου φροντίδας και των εκδηλώσεων αγάπης προς το μωρό, η παρατεταμένη καθυστέρηση στο τάισμα και την καθαριότητα του μωρού, οι έντονοι και ξαφνικοί θόρυβοι και εντάσεις στο περιβάλλον του.

Μη μπορώντας το βρέφος να νοηματοδοτήσει (να εξηγήσει) και να αντέξει τη στέρηση αυτή της μητρικής φροντίδας και προστασίας βιώνει ένα ''ανείπωτο άγχος'' ή αλλιώς ''άγχος αφανισμού''.

Το άγχος αφανισμού είναι ένα  συναίσθημα απόγνωσης που καταλαμβάνει το βρέφος την στιγμή που δεν μπορεί να διεργαστεί το βίωμα της μη ικανοποίησης των αναγκών του και να το εντάξει στις εμπειρίες του. Πρόκειται για ένα αγωνιώδες συναίσθημα επικείμενης κατάρρευσης και αφανισμού. Πρόκειται για μία κατάσταση κατά την οποία το βρέφος αισθάνεται ότι απειλείται η ίδια του η ύπαρξη και η ζωή, αφού το ίδιο αδυνατεί να φροντίσει και να προστατεύσει τον εαυτό του, εξαιτίας της ανωριμότητάς του.

Μετά το πέρας της κρίσιμης αυτής περιόδου το βρέφος συνεχίζει να ζει με την αναμονή και τον  φόβο επανάληψης  της τραυματικής αυτής κατάστασης.  Αν αυτός ο φόβος και η αγωνιώδης κατάσταση ετοιμότητας και αναμονής στο παιδί διαρκέσει μπορεί να εξελιχθεί σε παθολογικές μορφές όπως φοβία, ψύχωση, διαταραχή προσωπικότητας ή άλλες διαταραχές (Winnicot).

Το μέγεθος του άγχους αυτού και της απόγνωσης μας δείχνει αναλογικά το μέγεθος και την ποιότητα της στέρησης της μητρικής φροντίδας και προστασίας που βίωσε το βρέφος την περίοδο της απόλυτης εξάρτησης. Το διάστημα εκείνο κατά το οποίο ακόμα και η επιβίωση του παιδιού εξαρτάται από το πρόσωπο φροντίδας. Τότε που η μητέρα χρειάζεται να λειτουργήσει ως ένα βοηθητικό ''εγώ'' απέναντι στο ανώριμο, αδύναμο και απροστάτευτο  ''εγώ'' του παιδιού κατανοώντας και ικανοποιώντας τις ανάγκες του.

Από το μέγεθος του άγχους στο βρέφος και αργότερα στο παιδί μπορούμε να καταλάβουμε την μη ικανοποιητική ανταπόκριση της μητέρας στις ανάγκες της βρεφικής του ηλικίας καθώς επίσης και τον ακατάλληλο τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως αυτή γίνονταν.

Αρχικά το βρέφος δείχνει την δυσαρέσκειά του απέναντι στις αδυναμίες του προσώπου φροντίδας να ανταποκριθεί στις ανάγκες του με κινητική εκφόρτιση (κλάμα και ανησυχία). Αργότερα, και ενώ το άγχος κατακλύζει το παιδί και μη μπορώντας ταυτόχρονα να το αναπαραστήσει,  το μετασχηματίζει σε υπερκινητικότητα, διαταραχή της συγκέντρωσης, διαταραχή του ύπνου, νυχτερινό τρόμο ή άλλα συμπτώματα.

Ουσιαστικά, το παιδί δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να καταλάβει για ποιόν λόγο υφίσταται αυτή η στέρηση της φροντίδας. Δεν μπορεί να δώσει το ίδιο μια εξήγηση στον εαυτό του για ποιό λόγο ενδεχομένως του γίνεται αυτή η τρομακτική επίθεση από το περιβάλλον του προκαλώντας του συναισθήματα αβοηθησίας και απόγνωσης.

Αναζητώντας το νόημα και μία εξήγηση σ'  αυτά που του συμβαίνουν και αδυνατώντας να δώσει μέχρι στιγμής μία ικανοποιητική απάντηση το παιδί αποδίδει την ευθύνη στον εαυτό του θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό τιμωρείται για κάτι. Θεωρεί ότι τιμωρείται από το περιβάλλον του όχι μόνο λόγω κάποιας απαγορευμένης επιθυμίας του, αλλά επιπλέον φαντάζεται ότι ενδεχομένως μπορεί να είναι λάθος ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει.  Φαντασιώνεται ότι είναι ανεπιθύμητο ή ότι αποτελεί αποδιοπομπαίο τράγο που πρέπει να σταματήσει πια να υπάρχει. Του απαγορεύεται συνεπώς να υπάρχει .

Το συναίσθημα αυτό είναι ικανό να προκαλέσει το μαρασμό του παιδιού ή σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και το θάνατο αφού λόγω της ευαλωτότητάς του δεν μπορεί να προβάλλει την επιθετικότητά του προς τα έξω, δηλαδή τη μητέρα ή το περιβάλλον του, αλλά την στρέφει αναπόφευκτα στον εαυτό του.

Στην ηλικία αυτή μία τραυματική εμπειρία πέραν του κινδύνου να σχηματίσει άμεση ψυχοπαθολογία είναι επίσης ικανή να αναστείλει την μορφοπλαστική διαδικασία και την ωρίμανση του ψυχικού οργάνου όπως και την λειτουργικότητα του παιδιού (M.Fain).

Κατά αυτόν τον τρόπο το τραύμα στη βρεφική ηλικία αποτελεί αποτελεί μία συνθήκη καταστροφής της ατομικής εξελικτικής πορείας του παιδιού (Winnicot).

H στέρηση της μητρικής φροντίδας και προστασίας μπορεί να προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας προβληματικής σχέσης με τη μητέρα. Οι σημαντικότερες καταστάσεις οι οποίες μπορεί δυνητικά  να δημιουργήσουν συνθήκες στέρησης της μητρικής φροντίδας και προστασίας και συνεπώς να λειτουργήσουν ως τραυματικές για το βρέφος είναι :

- η φυσική και συναισθηματική εγκατάλειψη του μωρού

- η φυσική και συναισθηματική παραμέληση του μωρού

- η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ή

του προσώπου προσκόλλησης και φροντίδας

- η βία (λεκτική ή σωματική), η ένταση στην οικογένεια

- η νοσηλεία, η παραμονή στη θερμοκοιτίδα, οι ιατρικές επεμβάσεις,

οι καθετηριασμοί, άλλες παρεμβατικές ιατρικές μέθοδοι

- το διαζύγιο των γονιών

- καταστροφικά γεγονότα ( σεισμοί,πυρκαγιές)

- τροχαία, ή άλλα ατυχήματα

Στην κλινική πράξη διαπιστώνεται ότι όσοι ψυχισμοί υπάρχουν τόσα και τα τραύματα, αφού τα τραυματογόνα ερεθίσματα καθίστανται τραύματα ανάλογα με το υποκείμενο και τους μηχανισμούς προστασίας που έχει προλάβει να εγκαταστήσει ( Τσανίρα 2008 ).

Στο σημείο αυτό δηλαδή τίθεται ένα θέμα υποκειμενισμού. Το υποκειμενικό στοιχείο έχει να κάνει με το κατά πόσο και πότε ένα δυνητικά τραυματογόνο ερέθισμα καθίσταται τραυματικό για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτό εξαρτάται από τους ψυχολογικούς μηχανισμούς προστασίας και άμυνας που έχει αναπτύξει το πρόσωπο αυτό και που είναι διαφορετικοί για κάθε άνθρωπο.

Κατ'  αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι ένα εξαιρετικά βίαιο γεγονός είναι σε θέση να προκαλέσει ένα ψυχικό τραύμα σε κάποια πρόσωπα αλλά το ίδιο τραύμα σε άλλα πρόσωπα θα μπορούσε να είναι και ανεπαίσθητο. Επομένως, μεγάλη αξία για την ανώδυνη ψυχική διευθέτηση ενός τραυματικού γεγονότος έχει το κατά πόσο ένα πρόσωπο έχει αποκτήσει τους κατάλληλους ψυχολογικούς μηχανισμούς προστασίας.

Εκτός από την επίδραση ενός βίαιου γεγονότος, τραύμα μπορεί να προκληθεί και από την υπόγεια συσσώρευση μικρογεγονότων που για άλλους θα ήταν ασήμαντα (Τσανίρα 2008).

Επίσης τραυματικές εμπειρίες μπορεί να αποτελούν και οι τραυματικές καταστάσεις που αφορούν σε πρόσωπα με τα οποία υπάρχουν δεσμοί με το υποκείμενο ακόμα και ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές. π.χ. παππούς-εγγόνι (Τσανίρα 2008).

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

Μακεδονίας 3 Κηφισιά 14561

Τηλ : 2108013625

e-mail : andreas.chamouzas@gmail.com

logo5-big-white.png